ἀρχαίοις

ἀρχαίοις
ἀρχαί̱οις , ἀρχαῖος
from the beginning
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • LITERAE — quem primum habeant Auctorem, inter Gentiles admodum fuit controversum, reste Plin. l. 7. c. 56. ubi ait: Literas semper arbitror Assyrias fuisse: sed alii apud Aegyptios a Mercurio, ut A. Gellius: alii apud Syros repertas volunt. Anticlides in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALAESIMUNDUM — apud Plinium, l. 6. c. 22. ubi de Taprobana Insul. Legatos quatuor misit, principe Rachia. Ex iis cognitum D. esse oppida, portum contra meridiem adpositum oppido Palaesimundo, omnium ibi clarissimo ac Regiae. CC. M. plebis: Regia erat Insul.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRADITIO — Philosophiam olim propagandi modus. Quidam enim, memoriae nimium fidentes, censebant supervacuam esse, per literarum monumenta, Sapientiam propagandi rationem: solî proin παραδόσει seu Traditione orali utendum rati, quâ non memoriae tantum robur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZEILAN — insul. Asiae perampla et nobilis, Sumatra nonnullis est, aliis Taprobane Veter. Quorum his favet nomen ab Arabibus et Persis Insulae impositum, qui Zeilan eam appellant, a recentiore ejus appellatione ςάλη vel Σαλικὴ, cum ante Ptolemaeum, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίδοση — η (AM ἐπίδοσις) [ἐπιδίδωμι] 1. αύξηση, πρόοδος, προκοπή 2. αφοσίωση, προσήλωση («τοῖς μὲν οὖν ἀρχαίοις... πολλὴ ἐπίδοσις ἦν αὐτοῦ») 3. παράδοση ενός πράγματος (ιδίως εγγράφου) στα χέρια κάποιου 4. αθλητική επιτυχία (ή βαθμολογική επιτυχία σε… …   Dictionary of Greek

  • πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστάκης, Ανδρέας — (Αντικύθηρα 1826 – Αθήνα 1897).Οφθαλμίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Το 1854, διορίστηκε διευθυντής του Οφθαλμιατρείου και το 1856 καθηγητής της οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1897,… …   Dictionary of Greek

  • Γαρδίκας, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1896 – Αθήνα 1984). Νομικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Γιος του Γεωργίου Γ., σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Γενεύης, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας του ποινικού δικαίου. Χρημάτισε υφηγητής του ποινικού δικαίου στο… …   Dictionary of Greek

  • Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… …   Dictionary of Greek

  • Κούζης, Αριστοτέλης — (1875 – 1961). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου ασχολήθηκε με την παθολογία και την ιστορία της ιατρικής. Το 1902 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”